κρατήριον

κρατήριον
κρατήριον, ιων. τ. κρητήριον, τὸ (Α) [κρατήρ]
1. μικρός κρατήρας
2. μέτρο υγρών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρητήριον — κρητήριον, τὸ (Α) (ιων. και επικ. τ.) βλ. κρατήριον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”